Οι άνθρωποι που υποφέρουν από μακροχρόνια ρινική αλλεργία, μπορεί να έχουν μέχρι 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν τη νόσο του Πάρκινσον σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν την εν λόγω αλλεργία.
Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε από έρευνα Αμερικανών γιατρών σε 392 ανθρώπους εκ των οποίων οι 196 ήσαν ασθενείς με αλλεργίες. Οι αλλεργίες συνοδεύονται από φλεγμονή εξαιτίας της παθολογικής αντίδρασης του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού που προκαλείται από τα αλλεργιογόνα.
Διαχρονικά, συσσωρεύονται οι κλινικές ενδείξεις και τα εργαστηριακά δεδομένα που στηρίζουν τη θέση ότι η φλεγμονή, δυνατόν να παίζει ρόλο στην παθογένεση και εξέλιξη της ασθένειας Πάρκινσον.
Η παθογένεση της ασθένειας Πάρκινσον δεν έχει ακόμη εξερευνηθεί και κατανοηθεί καλά. Ο ρόλος της φλεγμονής επισημάνθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι οι ασθενείς που παίρνουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ιβουπροφένη, ναπροξένη, δικλοφενάκη και άλλα), έχουν λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν από τη νόσο.
Στην εργασία τους, οι Αμερικανοί γιατροί από την κλινική Mayo, ανάλυσαν το ιατρικό ιστορικό και τα σχετικά αρχεία 196 ανδρών και γυναικών που έπασχαν από Πάρκινσον. Για κάθε ασθενή εξέτασαν εάν υπήρχε ιστορικό φλεγμονώδους πάθησης, όπως αλλεργική ρινίτιδα, αλλεργικός κατάρρους, αναιμία αρθρίτιδα ή συστηματικός ερυθηματώδης λύκος. Στη συνέχεια συγκρίναν τα ευρήματα τους με ανάλογα στοιχεία από άλλους 196 ανθρώπους με ανάλογα χαρακτηριστικά που δεν έπασχαν από τη νόσο Πάρκινσον.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε συσχετισμός μόνο μεταξύ αλλεργικής ρινίτιδας και αυξημένου κινδύνου για νόσο Πάρκινσον. Οι πιθανότητες προσβολής από τη νόσο Πάρκινσον, ήταν 2,9 φορές περισσότερες στους ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν την αλλεργία αυτή.
Η αλλεργική ρινίτιδα χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια αλλεργία της μύτης σε αλλεργιογόνα της σκόνης, της γύρης και το τρίχωμα των ζώων. Το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού στην προσπάθεια του να επιτεθεί κα να εξουδετερώσει τις ξένες αυτές ουσίες που εισβάλλουν στον οργανισμό, προκαλεί φλεγμονή στις περιοχές της μύτης και των ιγμορείων.
Η σχέση μεταξύ αλλεργικής ρινίτιδας και Πάρκινσον, δεν έχει διερευνηθεί στο σημείο που να μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί η πρώτη πάθηση οδηγεί πιθανόν στη δεύτερη. Μια υποψία, είναι ότι αυτού του είδους η αλλεργία για μακρύ χρονικό διάστημα μπορεί να είναι ένδειξη ότι ο οργανισμός των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα είναι πιο επιρρεπής στο να παρουσιάζει υπερβολική φλεγμονή παρά άλλοι χωρίς την πάθηση.
Σύμφωνα με αυτή την εικασία, το ανοσολογικό σύστημα των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα αντιδρά υπερβολικά, σε σημείο που να επηρεάζει και τον εγκέφαλο. Η φλεγμονή που δημιουργείται κάτω από αυτές τις συνθήκες στον εγκέφαλο, απελευθερώνει ορισμένες ουσίες οι οποίες σκοτώνουν εγκεφαλικά κύτταρα.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η έρευνα αυτή είναι μικρής κλίμακας και δεν αποδεικνύει αιτιολογική σχέση μεταξύ αλλεργίας και Πάρκινσον.
Όμως επιτρέπει στους γιατρούς και άλλους ερευνητές να κατευθύνουν τις προσπάθειες τους προς ορισμένες κατευθύνσεις που πιθανόν να είναι πιο καρποφόρες στην ανεύρεση φαρμάκων για καταστολή των παθογόνων μηχανισμών και πρόληψη της ασθένειας Πάρκινσον.
Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε από έρευνα Αμερικανών γιατρών σε 392 ανθρώπους εκ των οποίων οι 196 ήσαν ασθενείς με αλλεργίες. Οι αλλεργίες συνοδεύονται από φλεγμονή εξαιτίας της παθολογικής αντίδρασης του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού που προκαλείται από τα αλλεργιογόνα.
Διαχρονικά, συσσωρεύονται οι κλινικές ενδείξεις και τα εργαστηριακά δεδομένα που στηρίζουν τη θέση ότι η φλεγμονή, δυνατόν να παίζει ρόλο στην παθογένεση και εξέλιξη της ασθένειας Πάρκινσον.
Η παθογένεση της ασθένειας Πάρκινσον δεν έχει ακόμη εξερευνηθεί και κατανοηθεί καλά. Ο ρόλος της φλεγμονής επισημάνθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι οι ασθενείς που παίρνουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ιβουπροφένη, ναπροξένη, δικλοφενάκη και άλλα), έχουν λιγότερες πιθανότητες να προσβληθούν από τη νόσο.
Στην εργασία τους, οι Αμερικανοί γιατροί από την κλινική Mayo, ανάλυσαν το ιατρικό ιστορικό και τα σχετικά αρχεία 196 ανδρών και γυναικών που έπασχαν από Πάρκινσον. Για κάθε ασθενή εξέτασαν εάν υπήρχε ιστορικό φλεγμονώδους πάθησης, όπως αλλεργική ρινίτιδα, αλλεργικός κατάρρους, αναιμία αρθρίτιδα ή συστηματικός ερυθηματώδης λύκος. Στη συνέχεια συγκρίναν τα ευρήματα τους με ανάλογα στοιχεία από άλλους 196 ανθρώπους με ανάλογα χαρακτηριστικά που δεν έπασχαν από τη νόσο Πάρκινσον.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε συσχετισμός μόνο μεταξύ αλλεργικής ρινίτιδας και αυξημένου κινδύνου για νόσο Πάρκινσον. Οι πιθανότητες προσβολής από τη νόσο Πάρκινσον, ήταν 2,9 φορές περισσότερες στους ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν την αλλεργία αυτή.
Η αλλεργική ρινίτιδα χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια αλλεργία της μύτης σε αλλεργιογόνα της σκόνης, της γύρης και το τρίχωμα των ζώων. Το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού στην προσπάθεια του να επιτεθεί κα να εξουδετερώσει τις ξένες αυτές ουσίες που εισβάλλουν στον οργανισμό, προκαλεί φλεγμονή στις περιοχές της μύτης και των ιγμορείων.
Η σχέση μεταξύ αλλεργικής ρινίτιδας και Πάρκινσον, δεν έχει διερευνηθεί στο σημείο που να μπορούμε να γνωρίζουμε γιατί η πρώτη πάθηση οδηγεί πιθανόν στη δεύτερη. Μια υποψία, είναι ότι αυτού του είδους η αλλεργία για μακρύ χρονικό διάστημα μπορεί να είναι ένδειξη ότι ο οργανισμός των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα είναι πιο επιρρεπής στο να παρουσιάζει υπερβολική φλεγμονή παρά άλλοι χωρίς την πάθηση.
Σύμφωνα με αυτή την εικασία, το ανοσολογικό σύστημα των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα αντιδρά υπερβολικά, σε σημείο που να επηρεάζει και τον εγκέφαλο. Η φλεγμονή που δημιουργείται κάτω από αυτές τις συνθήκες στον εγκέφαλο, απελευθερώνει ορισμένες ουσίες οι οποίες σκοτώνουν εγκεφαλικά κύτταρα.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η έρευνα αυτή είναι μικρής κλίμακας και δεν αποδεικνύει αιτιολογική σχέση μεταξύ αλλεργίας και Πάρκινσον.
Όμως επιτρέπει στους γιατρούς και άλλους ερευνητές να κατευθύνουν τις προσπάθειες τους προς ορισμένες κατευθύνσεις που πιθανόν να είναι πιο καρποφόρες στην ανεύρεση φαρμάκων για καταστολή των παθογόνων μηχανισμών και πρόληψη της ασθένειας Πάρκινσον.